Η Δημοτική Ενότητα Αιθήκων του Δήμου Πύλης αποτελείται από 11 δημοτικές κοινότητες, έχει έκταση 281 km2 και συνολικό πληθυσμό 1.200 κατοίκους. Βρίσκεται στο δυτικό μέρος του Ν. Τρικάλων και συνορεύει βόρεια με το Δήμο Μετεώρων, ανατολικά με τη Δ.Ε. Κόζιακα του Δήμου Τρικκαίων, νότια με τη Δ.E. Νεράιδας και τη Δ.Ε Πινδέων του Δήμου Πύλης και δυτικά με τους νομούς Ιωαννίνων και Άρτας.
Είναι καθαρά ορεινή περιοχή και περιλαμβάνει την υψηλότερη κορυφή των Τζουμέρκων, την Κακαρδίτσα, με υψόμετρο 2.450μ., καθώς και τις κορυφές Καπ-Γκράς (βλάχικη ονομασία που σημαίνει χονδρό κεφάλι), Νεράιδα Λουπάτα, Αυγό, Ξηροβούνι και Μεσοβούνι, Τσούκα και Τσάρτα και πολλές άλλες. Την περιοχή διασχίζει ο Ασπροπόταμος (Αχελώος) ποταμός, με τους παραποτάμους του, Καμναίτικο και Μουτσιαρίτη.
Η Δ.Ε. Αιθήκων, πήρε το όνομά της απ’ την αρχαία Αιθηκία. Η Αιθηκία αναφέρεται απ’ τον Όμηρο και το Στράβωνα, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τους Αιθήκες ως λαό εξαιρετικά υπερήφανο, επιφορτισμένο να φρουρεί το πέρασμα απ’ την ‘Ήπειρο στη Θεσσαλία. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 148 π.Χ., οι Ρωμαίοι, αφού ολοκλήρωσαν την κατάκτηση όλης της Θεσσαλίας, ανέθεσαν στους Αίθηκες και στους Αθαμάνες τη φύλαξη των επίκαιρων διαβάσεων της Πίνδου, δίνοντάς τους πολλά προνόμια. Το 1535, όλη η Θεσσαλία καταλαμβάνεται απ’ τους Τούρκους. Την εποχή αυτή τα ορεινά της Πίνδου γνωρίζουν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη εξαιτίας της ενδυνάμωσης του πληθυσμού τους που προκλήθηκε λόγω της μαζικής μετακίνησης των κατοίκων της πεδινής Θεσσαλίας στα ορεινά. Την εποχή αυτή η κτηνοτροφία, η υφαντουργία των μάλλινων ειδών, αλλά και η λαϊκή αρχιτεκτονική έδωσε στα χωριά του Δήμου Αιθήκων ωραιότατα σπίτια, εκκλησίες, μοναστήρια, και γεφύρια, στα οποία είναι έντονη η επίδραση των Ηπειρωτών μαστόρων. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, σε όλα σχεδόν τα χωριά της Νότιας Πίνδου κτίζεται τουλάχιστον από μια νέα και λαμπρή εκκλησία.
Σε κάποια χωριά η βιοτεχνική παραγωγή των μάλλινων ειδών πήρε σημαντική διάσταση, όπως στο Δροσοχώρι και στο Νεραϊδοχώρι και αναπτύχθηκε το εμπόριο των μάλλινων ειδών, μέχρι τις Σέρρες και τη Βιέννη. Στα τέλη του 18ου αιώνα, Νεραϊδοχωρίτες έμποροι μάλλινων, δραστηριοποιούνται και εγκαθίστανται στο Μοναστήρι. Πολλοί κάτοικοι της Πύρρας ήταν περιφερόμενοι κασσιτερωτές, χαλκωματάδες και γανωτές. Τα χωριά της Νότιας Πίνδου κατοικούνται συνέχεια, χειμώνα-καλοκαίρι. Η μορφή της κτηνοτροφίας και της οικονομίας που είχαν αναπτύξει δεν απαιτούσε τη συλλογική μετακίνηση των οικογενειών. Ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων και περισσότερο οι οικογένειες των τεχνιτών, των μικροκαλλιεργητών, αλλά και των κτηνοτρόφων, ζούσαν το χειμώνα στα χωριά τους σχεδόν αποκομμένες από τον υπόλοιπο κόσμο, δουλεύοντας τη βιοτεχνική παραγωγή τους.
Όταν ο Αλή Πασάς τοποθετήθηκε από την Πύλη στην θέση του ντερβεντζή της Θεσσαλίας, δηλαδή αρχηγός του σώματος για την ασφάλεια των οδικών αρτηριών και των ορεινών διαβάσεων, άρχισε και η ανάμειξη των Τούρκων στις υποθέσεις των ορεινών χωριών. Αρχικά από την πλευρά της Ηπείρου, πολλές οικογένειες στην περίοδο της μεγάλης ακμής του Αλή Πασά αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους (τη Χειμάρρα της Β. Ηπείρου, το Συρράκο, τους Καλαρίτες, το Ματσούκι), και να εγκατασταθούν στα χωριά της Πίνδου. Τελικά και αρκετά από τα πιο αδύναμα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου, υπέκυψαν και έγιναν τσιφλίκια του Αλή Πασά και των γιων του. Άλλοι από τους κατοίκους των χωριών αναγκάστηκαν να πληρώνουν ενοίκιο για να βόσκουν τα κοπάδια τους στα προγονικά λιβάδια, όπως οι κάτοικοι του Περτουλίου, της Πύρρας, του Αγίου Νικολάου, του Δροσοχωρίου, του Γαρδικίου και της Αθαμανίας, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν.
Οι τελευταίοι ήταν οι ευκατάστατοι πρόκριτοι, τσελιγκάδες, έμποροι και τεχνίτες. Έφευγαν μεμονωμένα ή κατά ομάδες, ακολουθούμενοι από τις οικογένειες που εξαρτιόταν από αυτούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η οικογένεια του Γούσιου Χατζηπέτρου, ενός δραστήριου προύχοντα μεγαλοτσέλιγκα και εμπόρου μάλλινων ειδών από το Νεραϊδοχώρι. Οι Χατζηπετραίοι έπεσαν στη δυσμένεια του Αλή, καθώς αρνούνταν τη συνεργασία και την υποταγή. Η οικογένεια καταστράφηκε οικονομικά και στα 1812, οι δυο μικρότεροι από τους γιους του Γούσιου, ο Γιαννάκης και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, αναζήτησαν καλύτερη τύχη στις Σέρρες, όπου η οικογένεια είχε αναπτύξει δραστηριότητες.
Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της εξόδου από τα χωριά της Πίνδου μέσα στις συνθήκες που γεννούσε η εξουσία του Αλή Πασά, αρκεί μια σύγκριση των πληθυσμιακών στοιχείων που δίνει ο F. Pouqueville για την περίοδο ανάμεσα στο 1806 με 1815, με τα δημογραφικά δεδομένα του κώδικα Τρίκκης του 1820, ο οποίος συντάχτηκε με εντολή του Αλή Πασά για φορολογικούς λόγους. Στο Γαρδίκι, από 120 οικογένειες απόμειναν μόνο 70, στο Νεραϊδοχώρι από 300 μόνο 40, στη Δέση από 80 μόνο 70, στην Αθαμανία από 80 μόνο 28, ενώ στο Δροσοχώρι-Άγιο Νικόλαο από 300 οικογένειες απόμειναν πια μόνο 40. Η πτώση του Αλή Πασσά και ο θάνατός του το 1822, δεν απάλλαξαν τα ορεινά χωριά από τις καταστροφές, καθώς συνέπεσαν με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Στη νεότερη Ελλάδα, καθοριστική ήταν και η συμμετοχή των χωριών της Πίνδου στην κατοχή και στην εθνική αντίσταση.