Η Μουριά βρίσκεται νοτιοδυτικά των Τρικάλων και σε απόσταση περίπου 10 χλμ. Είναι ένα χωριό 518 κατοίκων, σε υψόμετρο 120μ., όμορφο με ίσιους δρόμους και σχέδιο πόλης. Έχει γύρω-γύρω σα στεφάνι περιφέρεια και στη μέση του σχεδόν τη μεγάλη πλατεία με το Ηρώον, και δίπλα τον Ι.Ν. των Ταξιαρχών και το δημοτικό σχολείο. Συνορεύει βορειοδυτικά με την Πηγή και τη Λυγαριά, νοτιοδυτικά και νότια με τους Γόμφους και τη Λαζαρίνα αντίστοιχα, ανατολικά με τα Μεγάλα Καλύβια και βόρεια με το Δροσερό. Ανήκει στην επαρχία Τρικάλων του Νομού Τρικάλων Θεσσαλίας.
Η πρώτη ονομασία της Μουριάς ήταν «Μικρή Πουλιάνα» και φέρεται στα κοινοτικά ληξιαρχικά βιβλία από το 1932. Ίσως τότε χωρίστηκε σαν κοινότητα από τη «Μεγάλη Πουλιάνα» (τη σημερινή Πηγή). Η ονομασία Πουλιάνα φαίνεται να έχει σχέση με το σλάβικο «Πολιάνα» και δεν αποκλείεται το χωριό να υπήρχε, σε συνοικισμούς έστω, από τη Σερβοκροατία στην περιοχή (επί Στεφάνου Δουσάν και Συμεών Ούρεση, περί τον 14ο αιώνα). Το «Πουλιάνα» μάλλον έχει σχέση με τα πουλιά που υπήρχαν στο δάσος, που εκτείνονταν δυτικά του χωριού στη περιοχή «Λόγγος». Ακριβώς πάλι και πιο πειστική είναι η ονομασία από το Πολιάνα = ξέφωτο (μέσα στο δάσος) όπου φαίνονταν τα πουλιά όταν πετούσαν όλα μαζί. Άρα και πριν την Τουρκοκρατία υπήρχε ή ξεκίνησε μάλλον η Μουριά, έστω με μικρούς εδώ και εκεί συνοικισμούς. Αρχικά υπάγονταν στο Δήμο Πιαλείων και από το 1928 που δημιουργήθηκαν οι κοινότητες, ανήκε στην κοινότητα Μεγάλης Πουλιάνας (Πηγής) μέχρι το 1932. Από 28-12-1955, όπως φαίνεται στα αρχεία και πρακτικά της κοινότητας, ονομάζεται «Μουριά». Αυτό έγινε ύστερα από εντολή του Υπουργείου Εσωτερικών με τη σύσταση: «η νέα ονομασία του χωριού με απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου να είναι δισύλλαβη και να έχει σχέση με την παραγωγή του χωριού». Προτάθηκαν τότε δύο ονόματα: «Μουριά», από τις πολλές μουριές (σκαμνιές) και «Λεύκα» από τις πολλές λεύκες πού υπάρχουν στο χωριό, όπου επικράτησε τελικά το «Μουριά».
Τα αρχεία της κοινότητας και η ονομασία δε μας μιλούν ξεκάθαρα για το ξεκίνημα και τη διαμόρφωση (συγκέντρωση) του χωριού, που η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων. Από την αρχή όμως της Τουρκοκρατούμενης εποχής έχουμε ενδεικτικά ιστορικά στοιχεία για την ύπαρξη-διαμόρφωση και ιστορία του χωριού, όπως η μεραγάτικη (Ομέρ-Αγάδικη) βρύση κοντά στην οποία έμεινε ο Ομέρ-Αγάς, Τούρκος αφέντης της περιοχής, και υπήρχε και τούρκικος στρατώνας. Στο προσκεφάλι της βρύσης υπήρχε και το μεγάλο δέντρο με τις 50 περίπου πεληκανοφωλιές. Κάτω από το μεγάλο αυτό δέντρο με τον απλωτό ίσκιο και τη μεγάλη κουφάλα του, έβρισκαν παλαιότερα καταφύγιο και ανάπαυση οι περαστικοί από τα χωριά Γελάνθη και Μαυρομμάτι, με τα γαϊδουράκια τους με σταφύλια, για τα Τρίκαλα και την επιστροφή. Η ανάπαυση-ξεκούραση συμπληρώνονταν με το δροσερό νερό της βρύσης. Ποτίζονταν σχεδόν το μισό βορειοδυτικό χωριό μέχρι και μετά το 1950, ενώ το δέντρο είχε σαπίσει και είχε κοπεί νωρίτερα. Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει ούτε ίχνος από τα δύο αυτά υπέροχα, υπεραιωνόβια στολίδια του χωριού. Περνάει πλέον επάνω τους ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος. Ευτυχώς έπεσε πολύ αμμοχάλικο και τα νερά της βρύσης βγαίνουν παρακάτω και σχηματίζουν το μικρό ποταμάκι της Μπαρούκας, που στην περιφέρεια, έξω από το χωριό, περνάει απ’ το γεφύρι του Γαλάνη. Σε όλο το διάστημα της Τουρκοκρατίας υπήρχε λοιπόν το χωριό σε συνοικισμούς από τους οποίους συγκέντρωσαν οι Τούρκοι τους κατοίκους για να τους ελέγχουν καλύτερα.